- τιμολόγηση
- ητελικός προσδιορισμός της τιμής των εμπορευμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμολόγηση — η, Ν [τιμολογώ] η διαδικασία καθορισμού τής τιμής πώλησης ενός προϊόντος η οποία θα πρέπει να καλύπτει το μέσο κόστος παραγωγής συν το κέρδος τού επιχειρηματία … Dictionary of Greek
μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… … Dictionary of Greek
προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης … Dictionary of Greek
τιμολογιακός — ή, ό, Ν [τιμολόγιο] ο σχετικός με το τιμολόγιο ή την τιμολόγηση («τιμολογιακή πολιτική») … Dictionary of Greek
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek
υπερτιμολόγηση — η, Ν (οικον.) τιμολόγηση για ποσό μεγαλύτερο από την αξία αγαθού ή παροχής υπηρεσίας … Dictionary of Greek
Καντόροβιτς, Λεονίντ Βιταλίεβιτς — (Leonid Vitaliyevich Kantorovich, Αγία Πετρούπολη 1912 – 1986). Ρώσος μαθηματικός. Σε ηλικία μόλις 14 ετών ξεκίνησε τις σπουδές του στα μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, από το οποίο αποφοίτησε το 1930. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek